- ομοφυλία
- η1. ηομοιότητα ή ταυτότητα της φυλής ή του γένους, αλλ. συγγένεια έθνους: Σαξονική ομοφυλία.2. σύνολο πραγμάτων με κοινή καταγωγή: Γλωσσική ομοφυλία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.