ομοφυλία

ομοφυλία
η
1. ηομοιότητα ή ταυτότητα της φυλής ή του γένους, αλλ. συγγένεια έθνους: Σαξονική ομοφυλία.
2. σύνολο πραγμάτων με κοινή καταγωγή: Γλωσσική ομοφυλία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομοφυλία — η (ΑΜ ὁμοφυλία) [ομόφυλος] ταυτότητα ή ομοιότητα τής φυλής ή τού γένους, συγγένεια («τὸ γὰρ τῶν Ἀρμενίων ἔθνος καὶ τὸ τῶν Σύρων καὶ Ἀράβων πολλὴν ὁμοφυλίαν ἐμφαίνει κατά τε τὴν διάλεκτον...», Στράβ.) νεοελλ. 1. ομάδα φυλών ή εθνών που συγγενεύουν …   Dictionary of Greek

  • ομόφυλος — η, ο (ΑΜ ὁμόφυλος, ον) αυτός που κατάγεται από την ίδια φυλή, ομοεθνής («μόνος γὰρ τῶν Ἑλλήνων οὐχ ὁμοφύλου γένους ἄρχειν ἀξιώσας», Ισοκρ.) νεοελλ. αυτός που ανήκει στο ίδιο φύλο αρχ. 1. αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή στο ίδιο είδος («τὰς δὲ… …   Dictionary of Greek

  • ομογλωσσία — η 1. η κοινότητα γλώσσας. 2. σύστημα γλωσσών κοινής προέλευσης, αλλ. γλωσσική οικογένεια, γλωσσική ομοφυλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμοφυλίαν — ὁμοφῡλίᾱν , ὁμοφυλία sameness of race fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”